Μια φορά κι ένα καιρό,σε ένα μικρό χωριουδάκι ζούσε ένα ζευγάρι μαζί με το γιο τους Γιάννη. Ο Γιάννης ήταν ένα έξυπνο αγόρι,αλλά συνάμα και πολύ δειλό,φοβόταν το σκοτάδι , ακόμα και τα μυρμήγκια.Μια μέρα ο πατέρας του λέει '' Πάρε Γιάννη τον γά'ι'δαρο και πήγαινέ τον στο ποτάμι να πιει νερό.Μην τον καβαλήσεις όμως γιατί δούλεψε πολύ σκληρά αυτές τις μέρες στο χωράφι και το σαμάρι,του έκανε μια μεγάλη πληγή.''
<< Καλά πατέρα >> ,απάντησε ο Γιάννης και ξεκίνησε.Στο δρόμο παρατηρούσε την πληγή του γα'ι'δάρου όπου κάθονταν πολλές μύγες και τον τσιμπούσαν.Λυπήθηκε το ζώο και κλείνοντας τα μάτια,σηκώνει ψηλά το χέρι του και ΜΠΟΥΦ! τις χτυπάει.Μετράει αυτές που σκότωσε και τι να δει ! Ήταν σαράντα ! Το γεγονός αυτό,τον έκανε να πάρει θάρρος και να νιώσει πιο δυνατός.
- Σαράντα με το χέρι και που με το μαχαίρι ; σκέφτηκε .Επιστρέφοντας σπίτι ,περιγράφει στους γονείς του την πράξη και τους λέει ότι εφόσον νιώθει πιο δυνατός ,θα φύγει και θα ψάξει αλλού να βρει την τύχη του.Πρώτα όμως δίνει εντολή στον σιδερά του χωριού ,να του φτιάξει ένα χαντζάρι όπου πάνω του θα έγραφε '' Σαράντα με το χέρι και που με το μαχαίρι ''.
Την άλλη μέρα το πρωί ,ο Γιάννης αποχαιρετά τους γονείς του,παίρνει το χαντζάρι του και ξεκινάει για το ταξίδι του.Δρόμο παίρνει,δρόμο αφήνει,φτάνει στην κορυφή ενός βουνού.Άρχισε όμως να νυχτώνει και ο Γιάννης αποφάσισε να ξεκουραστεί και να συνεχίσει την επόμενη μέρα. Νύσταζε ,αλλά φοβόταν να κοιμηθεί,μην τυχόν του επιτεθεί κανένα τσακάλι.Έτσι το πρωινό βρήκε τον Γιάννη ξάγρυπνο κρατώντας σφιχτά το χαντζάρι στο χέρι του.
Συνεχίζοντας το ταξίδι και κατηφορίζοντας το βουνό βλέπει στους πρόποδες,ένα πολύ μεγάλο πλάτανο.Δεν είχε ξαναδεί τόσο μεγάλο πλάτανο.Πλησιάζοντας πιο κοντά,βλέπει στα πιο χαμηλά κλαδιά του ,να κρέμονται σαράντα κάπες.Δεν έβλεπε όμως κανένα βοσκό τριγύρω ή κοπριές από πρόβατα.
- Θα περιμένω, σκέφτηκε,να δω ποιανού είναι οι κάπες.Κρέμασε το χαντζάρι του στο δέντρο και κουρασμένος καθώς ήταν αποκοιμήθηκε.
Οι κάπες ανήκαν σε σαράντα δράκους,οι οποίοι κάθε πρωί πήγαιναν στο δάσος να μαζέψουν ξύλα,να κουβαλήσουν νερό και να βρουν φαγητό.Το απόγευμα επέστρεφαν στον πλάτανο,το σπίτι τους.
Επιστρέφοντας ,εκείνο το απόγευμα στον πλάτανο,οι δράκοι βλέπουν από μακριά έναν άγνωστο να κοιμάται στη ρίζα του δέντρου. - Ποιος είναι αυτός εκεί ;Τί κάνει εδώ ; Θα τον κάνω μια χαψιά ,εφόσον τόλμησε να πλησιάσει τον πλάτανό μας,είπε ο αρχηγός τους.Πλησιάζοντας όμως, βλέπουν το χαντζάρι που έγραφε '' Σαράντα με το χέρι και που με το μαχαίρι '' και δείλιασαν.
- Εάν αυτός σκοτώνει σαράντα μόνο με το χέρι,τότε του είναι εύκολο να μας σκοτώσει.Καλύτερα να τον καλοπιάσουμε πρώτα και μετά βλέπουμε τι θα κάνουμε,σκέφτηκαν οι δράκοι.
Πλησιάζουν τον Γιάννη και τον καλωσορίζουν.Ο Γιάννης τρέμοντας αρπάζει το χαντζάρι του και οι δράκοι τραβιούνται προς τα πίσω και τον ρωτάνε γιατί τρέμει . Αυτός καταλαβαίνει ότι οι δράκοι φοβούνται πιο πολύ από αυτόν,παίρνει μια βαθιά ανάσα και τους απαντά '' Εγώ ,όταν μου χαλάνε τον ύπνο ,έτσι αντιδρώ ! Τρέμω από τα νεύρα μου !''
- '' Εμάς να μας λογαριάζεις για φίλους σου.Μπορείς να μείνεις εδώ και εμείς θα φροντίσουμε για όλα τα υπόλοιπα '' λέει ο αρχηγός. Έτσι κι έγινε.Οι δράκοι έκαναν όλοες τις δουλειές και ο Γιάννης ήταν ο αρχηγός τους .Κανείς δεν τον αντιμιλούσε,κανείς δεν του έφερνε αντιρρήσεις.Μια μέρα οι δράκοι ζήτησαν από τον Γιάννη να τους βοηθήσει στο κουβάλημα νερού.Πρόθυμος αυτός παίρνει πέντε ασκιά να τα γεμίσει νερό.Όμως δεν μπορούσε ,ούτε ένα να σηκώσει,τόσο βαρύ ήταν.Τα φουσκώνει λοιπόν με αέρα και προχωράει κρατώντας τα ψηλά και κουνώντας τα πότε δεξιά-πότε αριστερά . Οι δράκοι που τον έβλεπαν από μακριά τρόμαξαν.
-'' Εμείς δεν μπορούμε να σηκώσουμε ούτε το ένα και αυτός κουβαλά με τόση άνεση πέντε ; Είναι πολύ δυνατός'' λέει ο αρχηγός των δράκων.
- '' Πρόσεχε Γιάννη μην σπάσεις τα ασκιά ,γιατί δεν έχουμε άλλα '' λέει ένας δράκος . Τσαντισμένος ο Γιάννης σπάζει τα ασκιά. -- '' Εγώ δεν δέχομαι από κανέναν να μου λέει τι να προσέχω '' αποκρίνεται.
Την άλλη μέρα οι δράκοι ,του ζήτησαν να τους βοηθήσει να κόψουνε ξύλα.Παίρνει ο Γιάννης ένα κουβάρι σπάγκο και πηδώντας από δέντρο - σε δέντρο,δένει τα κλαδιά τους.
- '' Τι κάνεις εκεί Γιάννη ;''
- '' Δεν είπατε πως θέλετε ξύλα ;Θα ρίξω αυτά τα δέντρα κάτω για να έχουμε πολλά !''
- '' Μη Γιάννη ! θα καταστρέψεις το δάσος !'' φωνάζουν όλοι μαζί οι δράκοι.
Το γεγονός αυτό όμως ,τους έκανε ανήσυχους,Φοβότανε τον Γιάννη που ήταν πολύ πιο δυνατός απ'αυτούς,που δεν ήξεραν με τι τρόπο να απαλλαγούν από αυτόν.
Το βράδυ συγκεντρώθηκαν όλοι μαζί και αποφάσισαν ο πιο δυνατός να χτυπήσει τον Γιάννη με το τσεκούρι στο κεφάλι,στη μέση και στα πόδια. Ο Γιάννης όμως άκουσε το σχέδιό τους και χωρίς να τον αντιληφθούν , τοποθέτησε ένα κούτσουρο στο μέρος που κοιμόταν,το σκέπασε με την κάπα του και κρύφτηκε λίγο πιο μακριά.Άρχισε να ροχαλίζει και ο δράκος νομίζοντας πως κοιμάται,τον χτύπησε τρεις φορές.Σίγουρος πως τον σκότωσε,πήγε να κοιμηθεί.Ο Γιάννης βγήκε από την κρυψώνα του και αθόρυβα επέστρεψε στη θέση του.
Την άλλη μέρα ξυπνώντας οι δράκοι,βλέπουν τον Γιάννη μπροστά τους ζωντανό !
- '' Κοιμήθηκες καλά Γιάννη ; '' τον ρωτάει ο αρχηγός των δράκων.
-'' Καλά,μα ένιωσα κάτι ψύλλους να με τσιμπάνε στο κεφάλι,στην μέση και στα πόδια.
-'' Μόνο αυτό ; επειδή ένας από εμάς σε χτύπησε με τσεκούρι στο κεφάλι,στη μέση και στα πόδια.Δεν αισθάνθηκες τίποτα ;''
- '' Ά ! Εγώ είμαι χοντρόπετσος.Δεν ένιωσα τίποτα ,σαν γαργάλημα ήταν για μένα !''
-'' Και πως γίνεται αυτό ;''
- '' Όταν ήμουνα μικρός ,η μητέρα μου με έριξε σ'ένα καζάνι με βραστό λάδι κι έτσι το δέρμα μου έγινε πολύ σκληρό !''
- '' Μπορείς να το κάνεις αυτό και σ'εμάς ;''
- '' Μα και βέβαια !'' απάντησε χαρούμενος ο Γιάννης.
Βάζει λοιπόν σε ένα καζάνι λάδι και τους δράκους σε μια σειρά.Παίρνει τον πρώτο και τον βουτάει στο βραστό λάδι.
-'' Γιατί δεν σηκώνεται ;'' τον ρωτούν οι άλλοι.
- '' Ά! Χρειάζεται λίγος χρόνος για να συνέλθει'' τους απαντά.
Έτσι ο Γιάννης σκότωσε όλους τους δράκους και παίρνοντας το χρυσάφι τους ,επέστρεψε στην οικογένειά του πλούσιος και δυνατός.
Ελένη Παπαγιάννη
( η ζωγραφιά από τη Νηπιαγωγό Βιβή Γαλάνη )
<< Καλά πατέρα >> ,απάντησε ο Γιάννης και ξεκίνησε.Στο δρόμο παρατηρούσε την πληγή του γα'ι'δάρου όπου κάθονταν πολλές μύγες και τον τσιμπούσαν.Λυπήθηκε το ζώο και κλείνοντας τα μάτια,σηκώνει ψηλά το χέρι του και ΜΠΟΥΦ! τις χτυπάει.Μετράει αυτές που σκότωσε και τι να δει ! Ήταν σαράντα ! Το γεγονός αυτό,τον έκανε να πάρει θάρρος και να νιώσει πιο δυνατός.
- Σαράντα με το χέρι και που με το μαχαίρι ; σκέφτηκε .Επιστρέφοντας σπίτι ,περιγράφει στους γονείς του την πράξη και τους λέει ότι εφόσον νιώθει πιο δυνατός ,θα φύγει και θα ψάξει αλλού να βρει την τύχη του.Πρώτα όμως δίνει εντολή στον σιδερά του χωριού ,να του φτιάξει ένα χαντζάρι όπου πάνω του θα έγραφε '' Σαράντα με το χέρι και που με το μαχαίρι ''.
Την άλλη μέρα το πρωί ,ο Γιάννης αποχαιρετά τους γονείς του,παίρνει το χαντζάρι του και ξεκινάει για το ταξίδι του.Δρόμο παίρνει,δρόμο αφήνει,φτάνει στην κορυφή ενός βουνού.Άρχισε όμως να νυχτώνει και ο Γιάννης αποφάσισε να ξεκουραστεί και να συνεχίσει την επόμενη μέρα. Νύσταζε ,αλλά φοβόταν να κοιμηθεί,μην τυχόν του επιτεθεί κανένα τσακάλι.Έτσι το πρωινό βρήκε τον Γιάννη ξάγρυπνο κρατώντας σφιχτά το χαντζάρι στο χέρι του.
Συνεχίζοντας το ταξίδι και κατηφορίζοντας το βουνό βλέπει στους πρόποδες,ένα πολύ μεγάλο πλάτανο.Δεν είχε ξαναδεί τόσο μεγάλο πλάτανο.Πλησιάζοντας πιο κοντά,βλέπει στα πιο χαμηλά κλαδιά του ,να κρέμονται σαράντα κάπες.Δεν έβλεπε όμως κανένα βοσκό τριγύρω ή κοπριές από πρόβατα.
- Θα περιμένω, σκέφτηκε,να δω ποιανού είναι οι κάπες.Κρέμασε το χαντζάρι του στο δέντρο και κουρασμένος καθώς ήταν αποκοιμήθηκε.
Οι κάπες ανήκαν σε σαράντα δράκους,οι οποίοι κάθε πρωί πήγαιναν στο δάσος να μαζέψουν ξύλα,να κουβαλήσουν νερό και να βρουν φαγητό.Το απόγευμα επέστρεφαν στον πλάτανο,το σπίτι τους.
Επιστρέφοντας ,εκείνο το απόγευμα στον πλάτανο,οι δράκοι βλέπουν από μακριά έναν άγνωστο να κοιμάται στη ρίζα του δέντρου. - Ποιος είναι αυτός εκεί ;Τί κάνει εδώ ; Θα τον κάνω μια χαψιά ,εφόσον τόλμησε να πλησιάσει τον πλάτανό μας,είπε ο αρχηγός τους.Πλησιάζοντας όμως, βλέπουν το χαντζάρι που έγραφε '' Σαράντα με το χέρι και που με το μαχαίρι '' και δείλιασαν.
- Εάν αυτός σκοτώνει σαράντα μόνο με το χέρι,τότε του είναι εύκολο να μας σκοτώσει.Καλύτερα να τον καλοπιάσουμε πρώτα και μετά βλέπουμε τι θα κάνουμε,σκέφτηκαν οι δράκοι.
Πλησιάζουν τον Γιάννη και τον καλωσορίζουν.Ο Γιάννης τρέμοντας αρπάζει το χαντζάρι του και οι δράκοι τραβιούνται προς τα πίσω και τον ρωτάνε γιατί τρέμει . Αυτός καταλαβαίνει ότι οι δράκοι φοβούνται πιο πολύ από αυτόν,παίρνει μια βαθιά ανάσα και τους απαντά '' Εγώ ,όταν μου χαλάνε τον ύπνο ,έτσι αντιδρώ ! Τρέμω από τα νεύρα μου !''
- '' Εμάς να μας λογαριάζεις για φίλους σου.Μπορείς να μείνεις εδώ και εμείς θα φροντίσουμε για όλα τα υπόλοιπα '' λέει ο αρχηγός. Έτσι κι έγινε.Οι δράκοι έκαναν όλοες τις δουλειές και ο Γιάννης ήταν ο αρχηγός τους .Κανείς δεν τον αντιμιλούσε,κανείς δεν του έφερνε αντιρρήσεις.Μια μέρα οι δράκοι ζήτησαν από τον Γιάννη να τους βοηθήσει στο κουβάλημα νερού.Πρόθυμος αυτός παίρνει πέντε ασκιά να τα γεμίσει νερό.Όμως δεν μπορούσε ,ούτε ένα να σηκώσει,τόσο βαρύ ήταν.Τα φουσκώνει λοιπόν με αέρα και προχωράει κρατώντας τα ψηλά και κουνώντας τα πότε δεξιά-πότε αριστερά . Οι δράκοι που τον έβλεπαν από μακριά τρόμαξαν.
-'' Εμείς δεν μπορούμε να σηκώσουμε ούτε το ένα και αυτός κουβαλά με τόση άνεση πέντε ; Είναι πολύ δυνατός'' λέει ο αρχηγός των δράκων.
- '' Πρόσεχε Γιάννη μην σπάσεις τα ασκιά ,γιατί δεν έχουμε άλλα '' λέει ένας δράκος . Τσαντισμένος ο Γιάννης σπάζει τα ασκιά. -- '' Εγώ δεν δέχομαι από κανέναν να μου λέει τι να προσέχω '' αποκρίνεται.
Την άλλη μέρα οι δράκοι ,του ζήτησαν να τους βοηθήσει να κόψουνε ξύλα.Παίρνει ο Γιάννης ένα κουβάρι σπάγκο και πηδώντας από δέντρο - σε δέντρο,δένει τα κλαδιά τους.
- '' Τι κάνεις εκεί Γιάννη ;''
- '' Δεν είπατε πως θέλετε ξύλα ;Θα ρίξω αυτά τα δέντρα κάτω για να έχουμε πολλά !''
- '' Μη Γιάννη ! θα καταστρέψεις το δάσος !'' φωνάζουν όλοι μαζί οι δράκοι.
Το γεγονός αυτό όμως ,τους έκανε ανήσυχους,Φοβότανε τον Γιάννη που ήταν πολύ πιο δυνατός απ'αυτούς,που δεν ήξεραν με τι τρόπο να απαλλαγούν από αυτόν.
Το βράδυ συγκεντρώθηκαν όλοι μαζί και αποφάσισαν ο πιο δυνατός να χτυπήσει τον Γιάννη με το τσεκούρι στο κεφάλι,στη μέση και στα πόδια. Ο Γιάννης όμως άκουσε το σχέδιό τους και χωρίς να τον αντιληφθούν , τοποθέτησε ένα κούτσουρο στο μέρος που κοιμόταν,το σκέπασε με την κάπα του και κρύφτηκε λίγο πιο μακριά.Άρχισε να ροχαλίζει και ο δράκος νομίζοντας πως κοιμάται,τον χτύπησε τρεις φορές.Σίγουρος πως τον σκότωσε,πήγε να κοιμηθεί.Ο Γιάννης βγήκε από την κρυψώνα του και αθόρυβα επέστρεψε στη θέση του.
Την άλλη μέρα ξυπνώντας οι δράκοι,βλέπουν τον Γιάννη μπροστά τους ζωντανό !
- '' Κοιμήθηκες καλά Γιάννη ; '' τον ρωτάει ο αρχηγός των δράκων.
-'' Καλά,μα ένιωσα κάτι ψύλλους να με τσιμπάνε στο κεφάλι,στην μέση και στα πόδια.
-'' Μόνο αυτό ; επειδή ένας από εμάς σε χτύπησε με τσεκούρι στο κεφάλι,στη μέση και στα πόδια.Δεν αισθάνθηκες τίποτα ;''
- '' Ά ! Εγώ είμαι χοντρόπετσος.Δεν ένιωσα τίποτα ,σαν γαργάλημα ήταν για μένα !''
-'' Και πως γίνεται αυτό ;''
- '' Όταν ήμουνα μικρός ,η μητέρα μου με έριξε σ'ένα καζάνι με βραστό λάδι κι έτσι το δέρμα μου έγινε πολύ σκληρό !''
- '' Μπορείς να το κάνεις αυτό και σ'εμάς ;''
- '' Μα και βέβαια !'' απάντησε χαρούμενος ο Γιάννης.
Βάζει λοιπόν σε ένα καζάνι λάδι και τους δράκους σε μια σειρά.Παίρνει τον πρώτο και τον βουτάει στο βραστό λάδι.
-'' Γιατί δεν σηκώνεται ;'' τον ρωτούν οι άλλοι.
- '' Ά! Χρειάζεται λίγος χρόνος για να συνέλθει'' τους απαντά.
Έτσι ο Γιάννης σκότωσε όλους τους δράκους και παίρνοντας το χρυσάφι τους ,επέστρεψε στην οικογένειά του πλούσιος και δυνατός.
Ελένη Παπαγιάννη
( η ζωγραφιά από τη Νηπιαγωγό Βιβή Γαλάνη )